- αιμοβόρος
- -α, -ο (Α αἱμοβόρος, -ον)αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμανεοελλ.1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος2. επιθετικός, άγριοςαρχ.1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + -βορος < βορά.ΠΑΡ. νεοελλ. αιμοβορία, αιμοβόρικος].
Dictionary of Greek. 2013.